Χρήμα

Πώς προέκυψε το χρήμα;

Το χρήμα ανακαλύφθηκε αυθόρμητα, σε καιρούς προϊστορικούς, πολύ πριν τα κράτη, τις κεντρικές τράπεζες και τα νομισματοκοπεία.

Πρώτα, ο άνθρωπος έπαψε να είναι τροφοσυλλέκτης, κι άρχισε να εκμεταλλεύεται παραγωγικά τους φυσικούς πόρους.

Εκτιμάται ότι το 8.000 π.Χ., την παρθένα Γη την μοιράζονταν το πολύ 10 εκατομμύρια άνθρωποι.  Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι ζούσαν πλούσια.  Όσο κανείς εργάζεται στο Α, αναγκαστικά δεν εργάζεται στο Β, και χωρίς εργασία οι φυσικοί πόροι μένουν αναξιοποίητοι.  Στην καλύτερη περίπτωση, οι πρώτες παραγωγικές κοινότητες κατακτούσαν οριακή αυτάρκεια, μέχρι την επόμενη πλημμύρα.  Η αυτάρκεια, που σήμερα μερικοί πολιτικοί την παρουσιάζουν σαν στόχο, σήμαινε μια ζωή στερήσεων, ανασφάλειας, και εξαντλητικής εργασίας για παραγωγή τροφής.

Η επόμενη επαναστατική ανακάλυψη ήταν ο καταμερισμός εργασίας και το εμπόριο.  Ο καθένας εξειδικεύτηκε σε αυτό που παρήγαγε αποδοτικότερα, και τα υπόλοιπα τα αποκτούσε με ανταλλαγή.  Αυτό που αυθόρμητα ανακάλυψε ο προϊστορικός άνθρωπος, το ερμήνευσαν οικονομολόγοι όπως ο Ρικάρντο:  Αν ο Α μπορεί να παράξει είτε 10 μήλα είτε 20 πατάτες την ημέρα, και ο Β μπορεί είτε 30 μήλα είτε 30 πατάτες την ημέρα, τούς συμφέρει και τους δύο το εξής:  ο Α να παράξει 20 πατάτες και καθόλου μήλα, ο Β 30 μήλα και καθόλου πατάτες, και μετά να πουλήσει ο Β μήλα στον Α, ένα μήλο προς μιάμιση πατάτα.  Αν ο Β ήθελε να παράξει την μιάμιση πατάτα μόνος του, θα έχανε ενάμιση μήλο σε παραγωγή, ενώ τώρα δίνει μόνο 1 μήλο.  Αν ο Α ήθελε να παράξει ένα μήλο μόνος του, θα έχανε 2 πατάτες σε παραγωγή, ενώ τώρα δίνει μόνο μιάμιση πατάτα.  Παρατηρήστε ότι κερδίζουν και οι δύο, παρόλο που ο Β μπορούσε να παράξει και περισσότερες πατάτες και περισσότερα μήλα απ' τον Α.  Είναι, λοιπόν, λάθος η εντύπωση ότι, στο εμπόριο, "το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό".  Στον καταμερισμό εργασίας υπάρχει θέση για μικρούς και μεγάλους.  Πχ, ο διευθυντής (αν ξέρει καλά την δουλειά του), δεν "τρώει" την θέση του κλητήρα, παρόλο που θα είχε τις ικανότητες, αλλά τον συμφέρει να προσλάβει έναν κλητήρα και να κάνει ο καθένας αυτό που ξέρει καλύτερα.

Μετά την παραγωγή και τον καταμερισμό εργασίας, τρίτη επανάσταση ήταν το χρήμα.

Η ανταλλαγή προϊόντων είχε ένα πρόβλημα:  Έπρεπε ταυτοχρόνως ο Α να θέλει αυτό που προσφέρει ο Β, και να προσφέρει αυτό που θέλει ο Β.  Αυτό το πρόβλημα λύνει το χρήμα.  

Ο Καρλ Μένγκερ, ιδρυτής της αυστριακής σχολής οικονομικών, εξήγησε πώς μπορεί να εμφανίστηκε το χρήμα:  Οποιοσδήποτε καταλαβαίνει ότι κάποια αγαθά διακινούνται συχνότερα από άλλα.  Πχ, τα τρόφιμα διακινούνται συχνότερα από τα έπιπλα και τα παπούτσια.  Αν κάποιος φτιάχνει παπούτσια και θέλει έπιπλα, μπορεί να μην βρει κάποιον επιπλοποιό που να χρειάζεται παπούτσια, μπορεί όμως εύκολα να βρει κάποιον επιπλοποιό που χρειάζεται τρόφιμα.   Ψάχνει, επομένως, να βρει οποιονδήποτε προσφέρει τρόφιμα και ζητάει παπούτσια, και έτσι αποκτά τα τρόφιμα, όχι για να τα φάει, αλλά για να τα δώσει στον επιπλοποιό.  Τα τρόφιμα, σ' αυτό το παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκαν ως χρήμα.  Η διαδικασία αυτοτροφοδοτείται, δηλαδή, όποια αγαθά είναι αρχικά λίγο πιο ανταλλάξιμα χρησιμοποιούνται ως χρήμα, το οποίο τα κάνει ακόμα πιο ανταλλάξιμα,  κ.ο.κ., μέχρι που ένα αγαθό μπορεί να φτάσει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως χρήμα.

Στην κατοχική Ελλάδα, η κοινωνία χρησιμοποίησε τσιγάρα, αυγά, λύρες, κλπ.  Αντίστοιχα φαινόμενα συμβαίνουν στην Βενεζουέλα σήμερα, απόδειξη ότι το χρήμα δεν το φτιάχνει το Κράτος, αλλά το γεννά αυθόρμητα η ελεύθερη αγορά, ενίοτε παρακάμπτοντας το Κράτος.

Σε συνθήκες ομαλότητας, το φαγητό δεν είναι καλό χρήμα.  Ένα καλό χρήμα πρέπει να είναι ευμετάφορο, αποθηκεύσιμο, αναγνωρίσιμο ως αυθεντικό, υποδιαιρέσιμο, ανώνυμο, και να υπάρχει σε σχετικά σταθερή ποσότητα.  Ιστορικά, ο χρυσός έχει προτιμηθεί διεθνώς για τις καλές του ιδιότητες, ενώ σε τοπική κλίμακα έχουν χρησιμοποιηθεί απίστευτα αντικείμενα ως χρήματα.

Η ποσότητα του χρήματος

Αν ένας μάγος διπλασίαζε όλα τα καταναλωτικά και παραγωγικά αγαθά, θα ανέβαινε το βιωτικό επίπεδο.  Δεν θα συνέβαινε το ίδιο, όμως, αν κάποιος διπλασίαζε τα χρήματα.  Τα λεφτά συνήθως δεν τρώγονται.  Σύντομα, όλες οι τιμές θα διπλασιάζονταν, ενώ τα αγαθά θα παρέμεναν σταθερά.

Παρ' όλ' αυτά, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό:  Ο υπάρχων πλούτος θα ανακατανέμονταν εντός της κοινωνίας.  Το χρήμα θα έχανε αξία σε σχέση με τα αγαθά.  (Πληθωρισμός).  Αυτό θα έκανε φτωχότερους αυτούς που θα είχαν αποταμιεύσει ή δανείσει χρήματα που κέρδισαν πουλώντας αγαθά σε παλιές (χαμηλές) τιμές.  Θα έκανε αντιστοίχως πλουσιότερους όσους θα είχαν καταναλώσει χρήματα, δικά τους ή δανεικά, στις παλιές τιμές.  Δηλαδή θα έκανε πλουσιότερους τους καταναλωτές και φτωχότερους τους αποταμιευτές χρήματος.  Αντιστρόφως, αν τα χρήματα μειώνονταν, οι τιμές θα έπεφταν, και πλούτος θα μεταφερόταν από τους καταναλωτές στους αποταμιευτές χρήματος.

Προσέξτε, δεν είναι γενικά κακό κάποιοι να γίνονται πλουσιότεροι από άλλους, όταν αλλάζουν οι σχέσεις στην οικονομία, δηλαδή όταν αυτό που κατέχει ο Α γίνεται πολυτιμότερο κι αυτό που κατέχει ο Β ευτελίζεται.  Πχ, κάποιος που παράγει ελαιόλαδο μπορεί να δει την παραγωγή του ν' αξίζει λιγότερο αν αυξηθεί η παραγωγή ελαιολάδου και πλημμυρίσει η αγορά με φτηνό λάδι.  Παρομοίως, κάποιος που επενδύει σε χρυσό (αν υποθέσουμε ότι ο χρυσός χρησιμοποιείται ως χρήμα) μπορεί να πάθει ζημιά αν ανακαλυφθεί ένα νέο κοίτασμα.  Η διαφορά είναι ότι, με το περισσότερο λάδι, αυξάνεται ο συνολικός πλούτος (το λάδι τρώγεται), παρόλο που κάποιοι χάνουν, ενώ με το περισσότερο χρυσάφι δεν αυξάνεται ο συνολικός πλούτος, μόνο ανακατανέμεται.  Τέτοιες απρόβλεπτες εκπλήξεις είναι μέρος της φύσης, και όποιος επενδύει σε ελαιόλαδο ή σε χρυσό αναλαμβάνει το ανάλογο ρίσκο.

Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, όταν το χρήμα αυξομειώνεται λόγω κάποιου... μάγου.  Η αύξηση του ελαιολάδου απαιτεί σκληρή εργασία και ευνοϊκό κλίμα, η εξόρυξη χρυσού απαιτεί έξοδα και κόπο.  Μάλιστα, όσο πιο πολύς χρυσός εξορυγνύεται, τόσο ανεβαίνει το κόστος εργασίας (πληθωρισμός), και γίνεται λιγότερο συμφέρουσα η εξόρυξη περισσότερου χρυσού.  Αντιθέτως, αν ο χρυσός δεν αρκεί και παρατηρείται αποπληθωρισμός, πέφτουν τα μεροκάματα και ξαναγίνεται συμφέρουσα η εξόρυξη που ανακόπτει τον αποπληθωρισμό.  Δηλαδή υπάρχει αυτόματος μηχανισμός σταθεροποίησης, επειδή η εξόρυξη έχει κόστος.

Αν κάποιος μάγος μπορούσε να αυξομειώνει τον χρυσό με ένα μαγικό ραβδί, αυτός θα είχε απίστευτη δύναμη.  Δεν θα μπορούσε να μάς κάνει συνολικά πλουσιότερους ή φτωχότερους, αλλά θα μπορούσε να κατανείμει τον υπάρχοντα πλούτο κατά βούληση ανάμεσα στους τζίτζικες και στους μέρμηγκες της κοινωνίας.  Θα ανακάλυπτε ξαφνικά ότι έχει πάρα πολλούς φίλους και κόλακες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την δύναμή του, με το αζημίωτο φυσικά.

Αν μπορούσε, δε, όχι απλώς να αυξομειώνει τον χρυσό ομοιόμορφα, αλλά να βγάζει χρυσό απ' το καπέλο του και να τον διαθέτει μόνο ο ίδιος και οι φίλοι του, ενώ ο χρυσός όλων των υπολοίπων θα παρέμενε σταθερός, τότε θα ήταν ο ιδανικός παραχαράκτης.  Θα είχε την δυνατότητα να αγοράσει όλα τα αγαθά από αυτούς που τα παράγουν, δίνοντας χρυσό που θα ξετρύπωνε απ' το μαγικό καπέλο.  Όσο η πληθώρα χρυσού θα ανέβαζε τις τιμές, τόσο αυτός θα έβγαζε περισσότερο, οπότε οι τιμές θα αυξάνονταν εκθετικά και αυτός, ασυμπτωτικά, θα συγκέντρωνε όλον τον πραγματικό πλούτο, δηλαδή τα αγαθά και τις υπηρεσίες.

Ο μάγος του χρήματος

Σήμερα, για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας, αυτός ο μάγος υπάρχει.  Γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, και τελειοποίησε την "τέχνη" του το 1971.  Ονομάζεται Κεντρική Τράπεζα, κι απ' το καπέλο του δεν βγάζει χρυσό, αλλά χαρτιά, με τα οποία το Κράτος αντικατέστησε βιαίως τον χρυσό.  Μάλιστα, δεν είναι μόνο ένας ο μάγος.  Κάθε κράτος έχει τον δικό του.  Όλα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται σήμερα δεν αντιπροσωπεύουν χρυσό, αλλά χαρτιά, αέρα κοπανιστό, που παράγεται χωρίς κόστος, χωρίς μηχανισμό σταθεροποίησης.

Κατά τον 19ο αιώνα, που ήταν ένας αιώνας αλματώδους προόδου (βιομηχανική επανάσταση), και που το χρήμα ακόμη ήταν ο χρυσός, οι τιμές γενικά έπεφταν και η ποιότητα ζωής βελτιωνόταν, όπως σήμερα πέφτουν οι τιμές των ηλεκτρονικών προϊόντων και η οικονομία των ηλεκτρονικών ακμάζει.  Όταν οι τιμές έπεφταν αρκετά, η εξόρυξη χρυσού εντεινόταν αυτόματα, κι όταν ανέβαιναν η εξόρυξη μειωνόταν, οπότε υπήρχε σχετική σταθερότητα.  O εργάτης όσο εργαζόταν αποταμίευε χρυσό (για την ακρίβεια, τραπεζογραμμάτια με αντίκρισμα σε χρυσό), και ζούσε απ' τις οικονομίες του στα γεράματα, συνήθως μαζί με τα παιδιά του.  (Τότε ο κόσμος έκανε πολλά παιδιά, γιατί τα παιδιά ήταν πλούτος, κυριολεκτικά.)  Δεν υπήρχαν ιστορίες όπως αυτές που ακούμε απ' τους παππούδες μας, ότι κάποτε το μηνιάτικο ήταν όσο το σημερινό μεροκάματο, και ότι ψώνιζες με μια δεκάρα.  Δεν χρειαζόταν να επενδύεις στο χρηματιστήριο και να ελπίζεις να έχεις κάτι στα γεράματα αν είσαι τυχερός, ούτε ήταν ανάγκη να βάζεις τα λεφτά σου σ' ένα ταμείο και να ελπίζεις ότι θα τα ξαναδείς.  Ο πληθωρισμός ήταν γνωστός μόνο στους οικονομολόγους.  Κρίσεις υπήρχαν, αλλά ήταν σύντομες και ασήμαντες σε σύγκριση με τις κρίσεις του 20ου αιώνα.

Η Κεντρική Τράπεζα ιδρύθηκε το 1913 στις ΗΠΑ.  Ο κανόνας του χρυσού, που όριζε ως δολάριο μια σταθερή ποσότητα χρυσού, εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά την κρίση του 1929, και τυπικά πλέον μετά το 1971.  Η χαρακτηριστική τιμή των αγαθών ήταν περίπου σταθερή για πάνω από 100 χρόνια αλλά, ω του θαύματος, δείτε τι συνέβη μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού:


Αν το παραπάνω διάγραμμα δεν σάς τρομάζει, ξαναδείτε το.  Είναι άγνωστο για πόσο ακόμα θα αντέξει αυτή η οικονομία που στηρίζεται σε χρήμα που παραχαράσσεται πλέον σταθερά από το Κράτος, σε χρήμα που έχασε το 80% της αξίας του σε 40 χρόνια, δηλαδή που χάνει μεσοσταθμικά πάνω από 4% τον χρόνο, ή σχεδόν 40% κάθε 10 χρόνια.  Θυμηθείτε πού ήσασταν πριν 10 χρόνια.  Δεν πάει πολύς καιρός.  Τώρα, αναλογιστείτε τι σημαίνει 40%, και αναρωτηθείτε αν αυτό θα κρατήσει για πολύ ακόμα.  

Αυτές οι κρίσεις που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, που η Αριστερά τις αποκαλεί "κρίσεις του καπιταλισμού", είναι στην πραγματικότητα κρίσεις που εντείνει (αν όχι που προκαλεί) ο κεντρικός σχεδιασμός της ποσότητας του χρήματος από την Κεντρική Τράπεζα.  Αυτό υποστηρίζει η αυστριακή σχολή, έτσι εξηγεί το φαινόμενο των όλο και εντεινόμενων οικονομικών κύκλων.  Είναι κρίσεις της μικτής οικονομίας, της σοσιαλδημοκρατίας, όχι κρίσεις του καπιταλισμού.

Ακούω ήδη τις ενστάσεις:  "Μα η Κεντρική Τράπεζα είναι ιδιωτική εταιρεία, δεν είναι του Κράτους."  Ισχύει, αλλά το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν αρκεί για να έχουμε ελεύθερη αγορά.  Είναι μια ιδιωτική εταιρεία που απολαμβάνει ένα κρατικά επιβαλλόμενο μονοπώλιο στην έκδοση χρήματος, και ως αντάλλαγμα προσφέρει στο Κράτος την νομισματική πολιτική που θέλει.  Όταν η κυβέρνηση θέλει να δώσει την αίθηση ότι η οικονομία πάει καλά,  αυξάνει το ποσό χρήματος, κινητροδοτεί την κατανάλωση εις βάρος της αποταμίευσης, όπως είπαμε.  Όταν το Κράτος θέλει λεφτά για να μοιράσει σε υπαλλήλους και φίλους του, αντί να φορολογεί τον πλούτο και να προκαλεί αντιδράσεις, ή δανείζεται (οπότε θα πληρώσουν κάποιοι επόμενοι όπως γίνεται στην Ελλάδα), ή κλέβει τον πλούτο μέσω της παραχάραξης, κάτι που συμβαίνει συνεχώς και συστηματικά, όπως δείχνει η παραπάνω γραφική παράσταση.  Οπότε ναι μεν η Κεντρική Τράπεζα είναι ιδιωτική, αλλά παίζει με όρους κρατικού παραρτήματος.

Αν είχαμε καπιταλισμό, θα υπήρχαν πολλές (μη κεντρικές) τράπεζες, που θα μπορούσαν να εκδώσουν χρήμα.  Αν κάποια πληθώριζε το χρήμα της, αυτό θα πάθαινε υποτίμηση σε σχέση με τα άλλα χρήματα, κι ο κόσμος θα έπαυε να το χρησιμοποιεί.  Αυτό δεν μπορεί να γίνει με την Κεντρική Τράπεζα, επειδή το Κράτος επιβάλλει την χρήση του δικού της χρήματος με την απειλή του νόμου.  Μεταξύ 1933 και1974 ήταν παράνομη η κατοχή χρυσού στις ΗΠΑ.  Η νομοθεσία καθιστά το χρήμα της Κεντρικής Τράπεζας "legal tender", δηλαδή υποχρεώνει νομικά τους υπηκόους να το δέχονται ως πληρωμή.  Ομοίως, οι εμπορικές τράπεζες υπόκεινται σε κανονισμούς που τούς επιβάλλουν να έχουν αποθεματικό σε χρήμα που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα.

Laissez-faire καπιταλισμό μπορεί να μην είχαμε ποτέ, αλλά ο 20ος αιώνας ήταν σίγουρα λιγότερο καπιταλιστικός και περισσότερο σοσιαλιστικός από τον 19ο.  Ο σοσιαλισμός διαμόρφωσε την πολιτική ατζέντα, όχι μόνο στην ΕΣΣΔ και στους δορυφόρους της, αλλά και στις υποτιθέμενες καπιταλιστικές χώρες.   Με αφορμή την κρίση του 1929, και με ιδεολογική στήριξη από θεωρίες όπως του Κέυνς, που δικαιολογούν τον κεντρικό σχεδιασμό και τον κρατικό παρεμβατισμό χωρίς να υιοθετούν τον μαρξισμό, εφαρμόστηκαν  "προοδευτικές" πολιτικές, δηλαδή σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές:  Σοσιαλιστικές ως προς τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, κυρίως με τρόπο αναδιανεμητικό, δημοκρατικές ως προς το πολίτευμα, και φιλελεύθερες μόνο στον βαθμό που η ατομική ιδιοκτησία δεν καταργήθηκε τελείως, αλλά περιορίστηκε νομικά και φορολογήθηκε με προοδευτικό (αναδιανεμητικό) συντελεστή.  Με άλλα λόγια, ο πολίτης κράτησε τις ευθύνες της ιδιοκτησίας, και το Κράτος πήρε την επικαρπία.

Πρωτοπόρος αυτής της "προοδευτικής" πολιτικής ήταν ο Ρούσβελτ, με το New Deal, την  δεκαετία του 1930.  Η πολιτική αυτή περιελάμβανε έλεγχο στις τιμές, απαγόρευση του ανταγωνισμού σε διάφορους τομείς, επιδοτήσεις σε αγρότες και άλλους επαγγελματίες, αυξημένο κρατικό δανεισμό, δημιουργία θέσεων εργασίας με χρήματα από την φορολογία που έφτασε το 79% (το εισόδημα άρχισε να φορολογείται μόνιμα μόλις το 1913 στις ΗΠΑ, προηγουμένως δεν υπήρχε φόρος εισοδήματος, κι όχι μόνο το στερέωμα δεν είχε καταρρεύσει, αντιθέτως η οικονομία πήγαινε "σφαίρα"), πληθωριστική νομισματική πολιτική μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, επιβολή κρατικών και ιδιωτικών μονοπωλίων με κρατική βία, νέα αναδιανεμητικά προγράμματα όπως η κοινωνική ασφάλιση, κ.α.  Το ελληνικό ΙΚΑ ιδρύθηκε το 1934 και άρχισε ουσιαστικά να λειτουργεί το 1937 επί Μεταξά, ενώ το αμερικανικό ιδρύθηκε το 1935, ένδειξη ότι οι σοσιαλιστικές πολιτικές σάρωναν όλον τον δυτικό κόσμο, όχι μόνο τα κομμουνιστικά κράτη.  (Ο Μεταξάς κομμουνιστής δεν ήταν επουδενί, αλλά κρατιστής αναμφιβόλως ήταν.)

Φιλελεύθεροι και μαρξιστές κατέκριναν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, τις πολιτικές του Ρούσβελτ, τις "νεοφιλελεύθερες" πολιτικές του "τρίτου δρόμου" που προσπαθούσε να συγκεράσει τον κλασικό φιλελευθερισμό με τον σοσιαλισμό.   Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήταν εν μέρει σοσιαλιστικές, αλλά όχι τόσο ώστε να ικανοποιήσουν τους κομμουνιστές.  Αντιθέτως, θεώρησαν ότι η μερική υιοθέτηση σοσιαλιστικών μέτρων θα εκτόνωνε την κρίση και θα ανέβαλλε, χωρίς λόγο, το αναπόφευκτο, κατά Μαρξ, τέλος του καπιταλισμού.  Είναι παράδοξο ότι πολλοί θεωρούν σήμερα τους νεοφιλελεύθερους περισσότερο καπιταλιστές απ' τους φιλελεύθερους.  (Μοιάζει με το ανέκδοτο που λέει: "Εμένα ο γιος μου δεν είναι σκέτο πλοίαρχος, είναι κοτζάμ ανθυποπλοίαρχος.")  Ιστορικά, πάντως, ο νεοφιλελευθερισμός ήταν όρος που σήμαινε τον "τρίτο δρόμο", το πάντρεμα φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού.  Οι κλασικοί φιλελεύθεροι, που από το 1960 περίπου ονομάζονται λιμπερταριανοί, είναι αυτοί που υποστήριζαν πάντα τον laissez-faire καπιταλισμό, και κατέκριναν τον κεντρικό σχεδιασμό του Ρούσβελτ ότι επιμήκυνε την κρίση του 1929 χωρίς λόγο.  Ακόμα χειρότερο ήταν ότι εξέθρεψε το τέρας του κρατισμού που έγινε ακόμα χειρότερο μετά τον 2ο ΠΠ.  Τελικά, αυτός ο κρατισμός όντως κινδυνεύει να οδηγήσει την σοσιαλδημοκρατική οικονομία σε κατάρρευση, όχι λόγω της υπερσυσσόρευσης κεφαλαίου όπως νόμισε ο Μαρξ, αλλά λόγω του κεντρικού σχεδιασμού που εκτροχιάζει την οικονομία, σπαταλά πόρους, κακοδιανέμει το παραγωγικό δυναμικό, διαστρεβλώνει τα κίνητρα για αποταμίευση και κατανάλωση, και έτσι κάνει τις κρίσεις πιο βίαιες και μακροχρόνιες από ποτέ.

Tο σχέδιο

Το Κράτος ελέγχει το χρήμα σε τρία στάδια.

1.  Στην αρχή μονοπωλεί (με την βία βεβαίως) την κοπή του μεταλλικού νομίσματος, απαγορεύοντας την λειτουργία ιδιωτικών νομισματοκοπείων.  Η δικαιολογία είναι ότι οι ιδιώτες κλέβουν στο ζύγι, βάζουν λιγότερο μέταλλο σε κάθε νόμισμα.  Στην πραγματικότητα, οι ανταγωνιζόμενοι κοπείς νομίσματος ελέγχονται από τον ανταγωνισμό της αγοράς.  Αν κάποιος κλέψει, χάνει την φήμη και το μερίδιό του στην αγορά νομίσματος.  Αυτός ακριβώς ο έλεγχος απουσιάζει όταν εγκαθιδρύεται το κρατικό μονοπώλιο.  Έτσι, το Κράτος κλέβει στο ζύγι, στην αρχή για "έκτακτες ανάγκες" και κατόπιν για λιγότερο έκτακτες, και αυξάνει τα έσοδά του χωρίς να χρειαστεί να φορολογήσει φανερά κανέναν.  Πχ, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες αυτό έκαναν, και το παράκαναν.  Τα αργυρά δηνάρια έχαναν άργυρο συνεχώς, από σχεδόν 100% το 50 μ.Χ., έφτασαν να έχουν κάτω από 5% περιεκτικότητα το 250 μ.Χ.  (Υποτίμηση περίπου 1.5% κατ' έτος, πολύ λιγότερη απ' αυτήν που έχουμε τα τελευταία 40 χρόνια.)  Αν και οι αιτίες ιστορικών αλλαγών σπανίως είναι μονοπαραγοντικές, εικάζεται ότι αυτός ήταν ένας λόγος που κατέρρευσε ο Ρωμαϊκός κόσμος.

2.  Μετά την μονοπώληση του νομίσματος, μονοπωλείται και η έκδοση τραπεζογραμματίων.  Για πρακτικούς λόγους, ο κόσμος δεν κυκλοφορούσε με μέταλλο στην τσέπη, αλλά με χαρτιά, που τα εξέδιδαν τράπεζες και πιστοποιούσαν ότι ήταν ανταλλάξιμα με χρυσό στο θησαυροφυλάκιό τους.  Με τον καιρό, οι τράπεζες διαπίστωσαν ότι τα τραπεζογραμμάτια σπανίως εξαργυρώνονταν, οπότε άρχισαν να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό, και τα δάνειζαν έναντι τόκου.  Όταν μαθαινόταν ότι μια τράπεζα είχε εκδώσει πολλά τραπεζογραμμάτια, και ότι τα δάνειά της ήταν "τοξικά" (με σημερινή ορολογία), γινόταν bank run, έσπευδε ο κόσμος να πάρει τον χρυσό του και "όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε".  Οι υπόλοιποι έχαναν τον χρυσό τους και η τράπεζα κατέρρεε.  Και πάλι, ο ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζών ήταν αυτός που ανάγκαζε τις τράπεζες να προσέχουν πόσα τραπεζογραμμάτια εξέδιδαν και σε τι ποιότητας δανειολήπτες τα δάνειζαν.  Όμως το Κράτος, ανταποκρινόμενο στην αγανάκτηση των καταθετών, μονοπώλησε την έκδοση τραπεζογραμματίων.  Πλέον μόνο μία Κεντρική Τράπεζα μπορούσε να εκδώσει χαρτιά με αντίκρισμα σε χρυσό, και οι υπόλοιπες (εμπορικές) τράπεζες έπρεπε να έχουν ως απόθεμα τέτοια χαρτιά, όχι κατευθείαν χρυσό.  Φυσικά, αυτό επέτρεπε στο Κράτος να κάνει, χωρίς έλεγχο, αυτό που έκαναν προηγουμένως οι χειρότεροι τραπεζίτες:  Η Κεντρική Τράπεζα εξέδιδε ακάλυπτα τραπεζογραμμάτια.  Αυτό βέβαια προκάλεσε bank runs, για τον ίδιο λόγο όπως πριν, επειδή ο κόσμος έπαψε να εμπιστεύεται τα τραπεζογραμμάτια της Κεντρικής Τράπεζας.  Τότε έρχεται το τελειωτικό πλήγμα, που μόνο το Κράτος μπορεί να κάνει χωρίς συνέπειες:  Αρνείται να εξαργυρώσει τα τραπεζογραμμάτιά του.  Αρνείται, απλά.  Με απλά λόγια, η Κεντρική Τράπεζα απάντησε "Είπα ξείπα, τι θα μού κάνεις;  Δεν είμαι απλός ιδιώτης, είμαι ιδιώτης ενσωματωμένος στο Κράτος, έχω με το μέρος μου τα όπλα.  Είπα ξείπα, λοιπόν.  Κράτα εσύ τα χαρτιά, που εν τω μεταξύ τα έχει συνηθίσει ο κόσμος και τα ανταλλάσσει, και κρατάω εγώ τον χρυσό." Στην Αμερική αυτό έγινε το 1933-1934.  Πρακτικά τότε καταργήθηκε ο χρυσός ως χρήμα, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις προς ξένες τράπεζες, που τελικά το 1971 έπαψαν κι αυτές να εξαργυρώνονται με χρυσό, οπότε πλέον τίποτα δεν εμπόδιζε την ξέφρενη έκδοση ακάλυπτων τραπεζογραμματίων.

3. Για την ακρίβεια, σχεδόν τίποτα.  Υπάρχει ακόμα ένα εμπόδιο, που δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά γίνονται "φιλότιμες" προσπάθειες.  Το εμπόδιο αυτό είναι ο ανταγωνισμός από άλλες Κεντρικές Τράπεζες, άλλων κρατών.  Όταν μια κυβέρνηση εξευτελίζει το νόμισμά της, αυτό γίνεται αισθητό, και προκαλεί προβλήματα στις εισαγωγές.  (Ο μάγος-παραχαράκτης μπορεί να υπεξαιρεί τα αγαθά εκεί όπου έχει πέραση το νόμισμά του, αλλά στον έξω κόσμο, όπου δεν είναι υποχρεωμένοι να το δεχτούν, διαπιστώνει πόσο ευτελές είναι το νόμισμά του, κι έτσι περιορίζεται ο χώρος όπου λειτουργεί η υπεξαίρεση.)  Ο μεγαλύτερος φόβος του κράτους είναι ότι η κοινωνία θα προτιμήσει να συναλλάσσεται στο νόμισμα άλλων κρατών (ή σε κρυπτονομίσματα), έστω και παράνομα, και έτσι θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο η περιοχή όπου μπορεί να υπεξαιρεί αγαθά μέσω της παραχάραξης.  Η λύση είναι η παγκοσμιοποίηση του Κράτους, η επικράτηση μίας παγκόσμιας Κεντρικής Τράπεζας, κι ενός παγκόσμιου νομίσματος με αντίκρισμα σε χαρτί, που θα μπορεί να πληθωρίζεται παντού ομοιόμορφα, και δεν θα μπορεί κανείς εύκολα να καταφύγει σε άλλο νόμισμα (παρά μόνο σε τσιγάρα και αυγά, όπως στην κατοχή).  Αυτό το σχέδιο δεν έχει πετύχει ακόμη, αλλά βρίσκεται σε ενέργεια, με παγκόσμιους σχηματισμούς όπως ο ΟΗΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, και νέα πολυεθνικά κράτη που επικάθονται στις προϋπάρχουσες τοπικές εξουσίες, όπως η ΕΕ.  Τα τοπικά κράτη ίσως να αντισταθούν, να μην θελήσουν να παραχωρήσουν το μονοπώλιο που έχουν σε τοπική κλίμακα.  Βλέπε αντιδράσεις κυρίως από σοσιαλιστές και άλλους κρατιστές στην Ελλάδα, που θέλουν επανίδρυση της δικής τους Κεντρικής Τράπεζας και επιστροφή στην δραχμή, με σκοπό που δεν κρύβουν:  να την χρησιμοποιήσουν ως αναδιανεμητικό όπλο κατά τα κεϋνσιανά πρότυπα.  Οι πολιτικές τάσεις που φάνηκαν το 2016 δείχνουν ότι δεν θα είναι εύκολη η παγκοσμιοποίηση του Κράτους.  Αν πάντως πετύχει, τότε το "κεϋνσιανό όνειρο" (κατά Ρόθμπαρντ) θα γίνει πραγματικότητα και ο πληθωρισμός θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο.  Τότε, μετά την αρχική κρίση που όμοιά της δεν θα έχουμε ξαναδεί, η τάση της κοινωνίας θα είναι να παρακάμψει το κρατικό μονοπώλιο και να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά νομίσματα στην "μαύρη" (δηλαδή ελεύθερη) αγορά.  Αν το Κράτος του μέλλοντος θα το επιτρέψει αυτό προκειμένου να μην διασπαστεί όπως η Ρώμη, ή αν θα το καταστείλει με την βία, είναι κάτι που θα το δείξει η ιστορία.  

Aπό την λιμπερταριανή οπτική, δεν είναι ο καπιταλισμός αυτός που φέρει τα σπέρματα της αυτοκαταστροφής, όπως πίστευε ο Μαρξ, αλλά ο κρατισμός, είτε συνοδεύεται από κομμουνιστικές πολιτικές, είτε από σοσιαλδημοκρατικές, είτε από συντηρητικές/προστατευτικές.  Η αποσταθεροποίηση έρχεται απ' την απόπειρα κεντρικού σχεδιασμού.  Όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομία που το Κράτος προσπαθεί να ελέγξει, τόσο μεγαλύτερα λάθη κάνει, τόσο βιαιότερες γίνονται οι κρίσεις, τόσο βιαιότερο γίνεται το ίδιο το Κράτος.  Δεν είναι βέβαιο, ούτε νομοτελειακό, ότι το Κράτος θα το διαδεχτούν μικρότεροι, σταθερότεροι, πιο ελεύθεροι σχηματισμοί.  Τίποτα δεν φαίνεται να αποκλείει το ενδεχόμενο μιας αέναης μετάβασης από το ένα κρατικιστικό μοντέλο στο άλλο, κάθε φορά με την ελπίδα ότι θα πετύχει.  Εν τέλει, αν η ανθρωπότητα θα φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της, εξαρτάται από απρόβλεπτους περιβαλλοντικούς παράγοντες και από τις ιδέες που θα επικρατήσουν.