Περί τιμωρίας

Κάθε ποινή έχει δύο μέρη:  

  1. Την αποζημίωση του θύματος που αξίζει στο θύμα, και 
  2. την τιμωρία του θύτη που την αξίζει στον θύτη.

Εδώ αναφερόμαστε στο δεύτερο κομμάτι, που επιβαρύνει τον θύτη πέρα απ' την αποζημίωση του θύματος.

Σκοπός

Στην Φιλοσοφία, έχουν προταθεί τρεις βασικές απόψεις για τον σκοπό της τιμωρίας: 

  1. Η αποτροπή (deterrence) μελλοντικών εγκλημάτων, 
  2. η αναμόρφωση (rehabilitation) του εγκληματία, 
  3. η αντεκδίκηση (retribution).

Ο Ρόθμπαρντ έχει γράψει ότι στον λιμπερταριανισμό η τιμωρία είναι retributive (αντεκδικητική), και κατακρίνει τις άλλες δύο απόψεις.

Retribution remains as our only just and viable theory of punishment[...]. The barbaric turns out to be the just while the "modern" and the "humanitarian" (αναφέρεται στην αποτροπή και την αναμόρφωση) turn out to be grotesque parodies of justice.

Το επιχείρημα του Ρόθμπαρντ κατά της αποτροπής είναι ένα γνωστό επιχείρημα που δεν το επινόησε ο ίδιος:  Aν σκοπός είναι μόνο η  αποτροπή, τιμωρούμε παραδειγματικά κι έναν αθώο ακόμα, αρκεί να ξέρουμε μόνο εμείς ότι είναι αθώος.  Το ίδιο αποτρεπτικό αποτέλεσμα θα έχει, αρκεί οι θεατές να νομίζουν πως ήταν αυτός ο ένοχος.

Αυτό είναι όντως ένα πρόβλημα για κάποιον που λέει ότι μόνο η αποτροπή είναι ο σκοπός της τιμωρίας.  Αν η αποτροπή μετράει, και όχι η δικαιοσύνη, τότε όντως μπορεί να πετύχουμε την αποτροπή και με τέτοιους τερατώδεις τρόπους.  Όμως, δεν αποκλείεται να είναι και η αποτροπή ένας σκοπός, παράλληλα με την αντεκδίκηση ή την αναμόρφωση.

Ακόμα και κάποιος που θεωρεί σκοπό της τιμωρίας αποκλειστικά την αποτροπή, μπορεί να απαντήσει στον Ρόθμπαρντ ότι αυτή η τερατώδης στρατηγική έχει τεράστιο ρίσκο.  Αν μαθευτεί ότι τιμωρούμε αθώους, το αποτέλεσμα θα είναι το αντίθετο:  Αφού οι ένοχοι δεν τιμωρούνται, το έγκλημα συμφέρει.    Όταν υπάρχουν δύο στρατηγικές, που η μία λέει να τιμωρούμε τον ένοχο (μηδέν ρίσκο) και η άλλη λέει να τιμωρούμε έναν αθώο (τεράστιο ρίσκο), δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι και οι δύο είναι εξίσου επιθυμητές σε κάποιον που αποσκοπεί αποκλειστικά στην αποτροπή.  Επομένως, ο υποστηρικτής της θεωρίας της αποτροπής έχει το ισχυρό αντεπιχείρημα ότι θα ήταν παράλογο να τιμωρούμε αθώους, όταν μπορούμε να τιμωρούμε τον ένοχο.  Βέβαια, ο Ρόθμπαρντ θα απαντούσε ότι δεν είναι πάντα γνωστός ο πραγματικός ένοχος.  Σ' αυτήν την περίπτωση, θα ήταν ίσως αποτρεπτικότερο να τιμωρηθεί ένας αθώος (που θα τον παρουσιάσουμε σαν ένοχο) παρά να μην τιμωρηθεί κανείς.  Αλλά, ακόμα και σ' αυτήν την κριτική, ο υποστηρικτής της αποτροπής θα έλεγε ότι είναι προτιμότερο να μην τιμωρηθεί κανείς παρά να ρισκάρουμε να τιμωρήσουμε έναν αθώο και μετά να διαρρεύσει η αλήθεια.

Οπότε, η θεωρία της αποτροπής είναι αρκετά ικανοποιητική, νομίζω, και δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε τερατώδεις τακτικές.  Χωρίς αυτό να σημαίνει πως η αποτροπή πρέπει να είναι ο αποκλειστικός στόχος της τιμωρίας.

Η άλλη ιδέα, είπαμε, είναι η αναμόρφωση.  Ο Ρόθμπαρντ καυτηριάζει την αναμόρφωση ως υποκριτική και βασανιστική, αναφέροντας και πάλι όχι δικά του επιχειρήματα, αλλά του Άγγλου θεολόγου C.S. Lewis.  Υποτίθεται ότι αναμορφώνουμε τον εγκληματία επειδή δεν είμαστε εκδικητικοί, αλλά πονόψυχοι και μεγαλόκαρδοι.  Μα η αναμόρφωση συνιστά βρεφοποίηση του ατόμου.  Τον μεταχειριζόμαστε σαν παιδί, τον ταπεινώνουμε.  Γράφει ο C.S. Lewis:

This very kindness stings with intolerable insult. To be "cured" against one's will and cured of states which we may not regard as disease is to be put on a level of those who have not yet reached the age of reason or those who never will; to be classed with infants, imbeciles, and domestic animals.

Επιπλέον, η αναμόρφωση, παρά την υποτιθέμενη μεγαλοψυχία μας, ανοίγει το παράθυρο για τερατώδεις τιμωρίες.  Ας πούμε, κλέβεις μια φραντζόλα ψωμί, και θα σ' έχουμε στην φυλακή 10 χρόνια, 20 χρόνια, όσο χρειαστεί, μέχρι να αναμορφωθείς, δηλαδή μέχρι να πείσεις κάποιον ψυχολόγο ότι άλλαξες, λες και είναι ποτέ δυνατόν να ξέρουμε τα εσώψυχά σου.  Και αντιστρόφως:  Δολοφονείς 10 ανθρώπους, αλλά αν μάς πείσεις ότι το έχεις μετανιώσει και δεν θα το ξανακάνεις, σε αφήνουμε ελεύθερο μετά από 1 ώρα.  

Αυτά προκύπτουν αν η αναμόρφωση είναι ο μόνος σκοπός της τιμωρίας.  Αλλά προκύπτουν ακόμα και αν η αναμόρφωση είναι παράλληλος σκοπός με την αποτροπή και την αντεκδίκηση.  Δηλαδή, αν αποσκοπούμε ταυτόχρονα στην αποτροπή και στην αναμόρφωση, και η αναμόρφωση καθυστερεί πολύ να επιτευχθεί, μπορεί να τον έχουμε εκεί τον κατάδικο για πάντα, μέχρι ν' αναμορφωθεί, που μπορεί να μην γίνει και ποτέ, ενώ μια ηπιότερη ποινή θα ήταν αρκετή για την αποτροπή.  

Οπότε δεν έχουμε τίποτα καλό να πούμε για την θεωρία της αναμόρφωσης.  Ζέχνει υποκρισία, βαρβαρότητα, και δεν δίνει κανείς δεκάρα εν τέλει για τα εσώψυχα του εγκληματία.  Αυτό που ενδιαφέρει τους περισσότερους αδικημένους είναι να νιώσουν δικαίωση και να μην αδικηθούν ξανά.  Αν ο συγκεκριμένος εγκληματίας θα σταματήσει να εγκληματεί από φόβο ή από ειλικρινή μεταμέλεια είναι δευτερεύον.  Στο κάτω κάτω, αυτός είναι ένας μόνο.  Η αποτροπή στοχεύει όλους τους επίδοξους εγκληματίες, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που ήδη εγκλημάτησε μια φορά.  Η μεταμέλεια, αν πετύχει, το πολύ να μάς απαλλάξει από έναν εγκληματία.  Δεν φαίνεται ν' αξίζει και τον κόπο, δηλαδή.

Η τρίτη θεωρία για την τιμωρία είναι η πιο προφανής:  Η αντεκδίκηση.  Κάποιος εγκλημάτησε ειδεχθώς, κάποιος παραβίασε τους κανόνες που είχαμε συμφωνήσει, θέλουμε όλοι να τον κάνουμε να υποφέρει όπως υπέφερε και το θύμα του.  Μοιάζει σαν να υπάρχει κάποια κοσμική τάξη, κάποιο κάρμα, που απαιτεί οι αμαρτίες να πληρωθούν.  Βέβαια, αυτό είναι απλώς μια μεταφορά, δεν υπάρχει κυριολεκτικά το κάρμα.  Αυτό που υπάρχει είναι ο ψυχισμός μας, η υποκειμενική μας εμπειρία.  Η αντεκδίκηση μάς βοηθά να αισθανθούμε καλύτερα, πρωτίστως.  Την θέλουμε, την μπορούμε, και επιτρέπεται γιατί ο εγκληματίας παραβίασε το κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή η κοινωνία ξέρει ότι, όταν θα τον τιμωρούμε για να νιώσουμε καλύτερα, δεν θα διαπράττουμε εμείς αδίκημα, αλλά θα αποκαθιστούμε την προηγούμενη αδικία, θα δίνουμε λύτρωση.  Ακόμα κι ο πικραμένος, ο θυμωμένος άνθρωπος, σταματάει την τιμωρία όταν λυτρωθεί.  Ας πούμε, φαντάσου κάποιος να σού κάψει το σπίτι.  Φαντάσου το μίσος που θα αισθάνεσαι.  Το δικαιολογημένο μίσος.  Θα βράζεις.  Και φαντάσου να έχεις την δυνατότητα να τον τιμωρήσεις με τα χέρια σου.  Θα τού ρίξεις μια, θα τού ρίξεις δυο, θα τον βασανίσεις.  Μετά από μια δυο μέρες που θα σε παρακαλάει για έλεος, κάποια στιγμή δεν θα σταματήσεις;  Δεν θα σού περάσει ο θυμός;  Θα τον λυπηθείς κι εσύ ακόμα, και θα πεις "Εντάξει, φτάνει!  Το σπίτι μού έκαψε, δεν με σκότωσε κιόλας."  Αυτή είναι η στιγμή της δικαίωσης, όπου θεωρείς το επεισόδιο λήξαν και επανέρχεται η ειρήνη.

Φυσικά, η αντεκδίκηση στέλνει και αποτρεπτικό μήνυμα, το οποίο συμβάλλει στο να νιώθουμε καλύτερα, γιατί νιώθουμε ασφαλέστεροι.  Είναι μπόνους αυτό, και ο λόγος που η τιμωρία πρέπει, ει δυνατόν, να γίνεται δημοσίως.  Τώρα, αν η τιμωρία θα αναμορφώσει τον εγκληματία, δεν νομίζω να μάς ενδιαφέρει και τόσο.  Δεν θα τον βαράμε μέχρι να πιστέψουμε πως άλλαξε γνώμη, γιατί αυτό μπορεί να γίνει πριν καν τον αγγίξουμε, μπορεί και να μην γίνει ποτέ.  Πού θα το ξέρουμε;

Δικαιολόγηση

Είπαμε για τον σκοπό, αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.  Με ποιο δικαίωμα μπορούμε να τιμωρούμε;  Πώς δικαιολογείται η βία που ασκούμε κατά την διεξαγωγή της τιμωρίας;

Αυτό ο Ρόθμπαρντ το προσπέρασε αβρόχοις ποσί.  Στην Αρχή Μη Επίθεσης απλώς διατυπώνεται, ως προφανές αξίωμα, ότι επιτρέπεται να ασκηθεί βία κατά όποιου ασκεί βία πρώτος, διαφορετικά δεν έχει νόημα να συζητάμε για δικαιώματα.  Στο κάτω κάτω, τα δικαιώματα αποσκοπούν στην διαχείριση της βίας, οπότε είναι προφανές ότι δικαιολογούν βία κατά κάποιου που τα παραβιάζει.

Οι περισσότεροι, όταν καταπιάνονται με το θέμα της τιμωρίας, μπερδεύουν τον σκοπό με την δικαιολόγηση, και νομίζουν ότι αν η τιμωρία είναι αποτελεσματική είναι και δικαιολογημένη.

Για τους λιμπερταριανούς, όμως, η διάκριση είναι σημαντική.  Πώς γίνεται, κάποιος σαν τον Ρόθπαρντ, που πιστεύει στα φυσικά δικαιώματα, που λέει ότι τα δικαιώματα εκπορεύονται απ' την φύση του ανθρώπου και είναι αναπαλλοτρίωτα (inalienable), να δικαιολογήσει την άσκηση βίας στον εγκληματία;  Άλλαξε η φύση του εγκληματία;  Έπαψε να είναι άνθρωπος;  Εξατμίστηκαν τα δικαιώματα που είχε απ' την φύση του;

Αυτό το ερώτημα προσπάθησε να το λύσει ο λιμπερταριανός νομικός Στέφαν Κινσέλα, το 1997.  Κατά την γνώμη μου, δεν το έλυσε.

Ο Κινσέλα επικαλείται ένα παλιό νομικό αξίωμα που λέγεται estoppel.  Η λέξη προέρχεται από το ρήμα estop που σημαίνει εμποδίζω, από το Λατινικό stuppa, απ' το Ελληνικό στύππη, που σήμερα το λέμε στουπί, στουμπώνω, κλπ.

"[P]eople who initiate force cannot consistently object to being punished.  They are [...] 'estopped' from asserting the impropriety of the force used to punish them because of their own coercive behavior."

Δηλαδή, αφού έδειξες εμπράκτως ότι η βία επιτρέπεται, αποδέχεσαι και την βία εναντίον σου, αλλιώς θα αντιφάσκεις.  Οπότε σε τιμωρούμε με την άδειά σου, που μάς την έδωσες εμπράκτως, ασκώντας βία σε κάποιον.

Αυτή η θεωρία έχει κάποια λογικά προβλήματα.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι δεν συνάγεται λογικά το συμπέρασμα, είναι non-sequitur.  Όταν ο Α ασκεί βία στον Β, δεν δηλώνει, απαραίτητα, ότι εγκρίνει και την βία εναντίον του.  Πρώτον, γιατί οι πράξεις δεν είναι δεοντικές δηλώσεις.  Το ότι κάνεις κάτι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το θεωρείς καλό.  Πχ, ένας καπνιστής μπορεί να θεωρεί το κάπνισμα κακό, αλλά να μην μπορεί να το κόψει.  Δεύτερον, αν ο Α υποδηλώνει κάτι με την πράξη του, το πολύ πολύ να υποδηλώνει ότι εγκρίνει αυτό που κάνει ο ίδιος, δηλαδή την βία στον Β, όχι στον εαυτό του.  Εκτός αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι ο Α υιοθετεί την αρχή της αμοιβαιότητας.  Μα δεν αποδέχονται όλοι την αμοιβαιότητα!  Κάθε φορά που με φορολογεί ο έφορας, δεν θεωρεί ότι μπορώ να τον φορολογώ κι εγώ.  Ο έφορας δεν πιστεύει ότι είμαστε ίσοι, πιστεύει ότι μόνο αυτός δικαιούται να φορολογεί εμένα.  Θα μού πείτε ότι εμείς, οι λιμπερταριανοί, πιστεύουμε στην ισότητα των δικαιωμάτων και στην αμοιβαιότητα, οπότε τι μάς νοιάζει τι πιστεύει ο έφορας.  Μα, η προσπάθεια του Κινσέλα είναι να δείξει ότι ο ίδιος ο εγκληματίας, με την πράξη του, δείχνει ότι αποδέχεται να τιμωρηθεί.  Οπότε, για το επιχείρημα του Κινσέλα, δεν έχει σημασία ότι υιοθετούμε εμείς την αρχή της αμοιβαιότητας, σημασία έχει αν την υιοθετεί ο εγκληματίας.  Αν δεν την υιοθετεί, δεν αποδέχεται ότι δικαιούμαστε να τον τιμωρήσουμε, και το επιχείρημα αποτυγχάνει.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι αυτή η αρχή του estoppel δεν κάνει διάκριση μεταξύ αρχικής βίας και τιμωρητικής βίας.  Φανταστείτε ότι ο Α δέρνει τον Β.  Ο Γ το βλέπει αυτό, και θεωρεί ότι ο Α είναι estopped, γιατί υποδηλώνει εμπράκτως πως εγκρίνει το ξύλο.  Επομένως ο Γ δέρνει τον Α, ως τιμωρός.  Όμως κάποιος Δ βλέπει ότι ο Γ δέρνει τον Α.  Τι σταματάει τον Δ να δείρει τον Γ, θεωρώντας ότι και ο Γ υποδήλωσε ότι εγκρίνει το ξύλο;  Και ύστερα ο Ε να δείρει τον Δ, και ο Ζ να δείρει τον Ε, κ.ο.κ.;

Κατά την γνώμη μου, η λύση στο πρόβλημα έρχεται από την contractarian μετα-ηθική του Καναδού φιλοσόφου Jan Narveson.  

Εκεί, ξεκινάμε από την κατάσταση της φύσης (state of nature) του Hobbes, όπου όλα επιτρέπονται.  Η φύση, εγγενώς, είναι αμοραλιστική, δεν υπάρχει αντικειμενικά καλό και κακό.  O βιολόγος Richard Dawkins το έχει εκφράσει με τα ομορφότερα λόγια:

The universe that we observe has precisely the properties we should expect if there is, at bottom, no design, no purpose, no evil, no good, nothing but pitiless indifference.

Εμείς θεσπίζουμε δικαιώματα, επειδή μάς εξυπηρετούν.  Το οποίο σημαίνει ότι τα δικαιώματα δεν είναι αναπαλλοτρίωτα, αλλά καταργούνται μόλις καταργηθεί η συμφωνία που τα γεννά.

Δεν θα εξηγήσω εδώ το επιχείρημα το Νάρβεσον με λεπτομέρειες.  Αρκεί να πω το συμπέρασμα:  Η φύση μας και οι φυσικές συνθήκες είναι τέτοιες που φαίνεται λογικό να θεωρήσουμε, εκ προοιμίου (by default), ότι μάς συμφέρει να έχουμε όλοι τα αρνητικά δικαιώματα του λιμπερταριανισμού, ωσάν να είχαμε υπογράψει όλοι, μεταξύ μας, ένα συμβόλαιο που λέει "Δεν θα σε βαρέσω αν δεν βαρέσεις εμένα ή κάποιον άλλον φιλήσυχο άνθρωπο." 

Δηλαδή, το συμβόλαιο θεωρείται εκ προοιμίου ότι ισχύει, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.  Όταν κάποιος παραβιάζει μονομερώς το συμβόλαιο, επαναφέρει τον εαυτό του πίσω στην κατάσταση της φύσης, όπου όλα επιτρέπονται.  Πλέον, το να τον τιμωρήσουμε δεν εμποδίζεται από τίποτα.  Δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε άδικο, είναι απλά επιθυμητό, όπως όταν σκοτώνεις μια κατσαρίδα επειδή δεν την γουστάρεις και δεν σ' εμποδίζει τίποτα να την σκοτώσεις.

Η δυσκολία στην θεώρηση του Νάρβεσον έγκειται στην οριοθέτηση της τιμωρίας.  Εύκολα δικαιολογεί ότι η τιμωρία επιτρέπεται, δύσκολα εξηγεί γιατί, αν κλέψεις μια τσίχλα, να μην σε τηγανίσουμε στο λάδι.   Άπαξ κι έδειξες ότι δεν σέβεσαι το συμβόλαιο με κάποιον τρόπο, είσαι εκτός συμβολαίου, οπότε όλα επιτρέπονται, έτσι δεν είναι;

Μια πιθανή απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα είναι ότι αφ' ενός δεν νοιώθουμε καλά να αντεκδικούμαστε υπέρμετρα, αφ' ετέρου η υπερβολική τιμωρία αντί να αποτρέπει ενθαρρύνει το έγκλημα.

Είπαμε ήδη το παράδειγμα με κάποιον που σού έχει κάψει το σπίτι και τον δέρνεις, τον δέρνεις, ε, και κάπου νοιώθεις κι εσύ ακόμα την ανάγκη να σταματήσεις.  Ο θυμός βρίσκει λύτρωση κι εκεί σταματάς, αν συνεχίσεις αρχίζεις να φρίττεις με τις πράξεις σου, νιώθεις κι εσύ ο ίδιος ότι αυτό που κάνεις δεν είναι πλέον σωστό.  Εκτός αν είσαι ψυχοπαθής, βέβαια, και σού λείπει η ενσυναίσθηση.  

Όσο για την αποτροπή μελλοντικών εγκλημάτων, η υπερβολική τιμωρία είναι πρόβλημα, γιατί αν όλα τιμωρούνται με ανασκολοπισμό, τότε κάποιος που σού κλέβει μια τσίχλα μπορεί, επι τη ευκαιρία, να ξεκάνει και όλη σου την οικογένεια, αφού έτσι κι αλλιώς πάει για ανασκολοπισμό, δεν έχει να χάσει πλέον τίποτα.  Περισσότερη αποτροπή πετυχαίνεις αν η τιμωρία κλιμακώνεται με την βαρύτητα του εγκλήματος.